τηνικαδε

τηνικαδε
    τηνικάδε
    τηνῐκά-δε
    (τό) adv.
    1) в это (самое) время
    

αὔριον τ. Plat. — завтра в это же время;

    τί τ. ἀφῖξαι ; Plat. — отчего ты пришел в этот (ранний) час?

    2) тогда
    

ἐπειδέ …, τὸ τ. Polyb. — после того, как …, тогда


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "τηνικαδε" в других словарях:

  • τηνικάδε — at this time indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τηνικάδε — Α επίρρ. 1. τότε ακριβώς («τηνικάδε πιστεύσαντες τοῑς λεγομένοις παρέδοσαν τήν πόλιν», Πολ.) 2. τέτοια ώρα, τόσο νωρίς («τί τηνικάδε ἀφῑξαι, ὦ Κρίτων, ἤ οὐ πρῴ ἔτι ἐστίν;» Πλάτ.) 3. τέτοια ώρα ή τέτοια εποχή (α. «αὔριον τηνικάδε», Αιλ. β.… …   Dictionary of Greek

  • τηνικάδ' — τηνικάδε , τηνικάδε at this time indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τομέταζε — Α (κατά τον Ησύχ.) «τηνικάδε» …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»